Αθήνα, 30-7-2015
Η Ένωση Πληροφορικών Ελλάδας (ΕΠΕ) παρακολουθεί, ως οφείλει, τα δημοσιεύματα και τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, σχετικά με την υπόθεση ενδεχόμενων ψηφιακών παραβιάσεων και σχεδιασμού συστήματος παράλληλων πληρωμών με αξιοποίηση στοιχείων του συστήματος TAXIS. Σύμφωνα με δημοσιεύματα που ξεκίνησαν την περασμένη Παρασκευή (24/7) και τα λεγόμενα του ίδιου του πρώην Υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Βαρουφάκη όπως αποτυπώνονται σε ήδη δημοσιευμένο ηχητικό αρχείο, μια μικρή ομάδα έμπιστων συνεργατών του ανέλαβε να εκπονήσει μια μελέτη εφικτότητας για ένα εναλλακτικό σχέδιο αντιμετώπισης της περίπτωσης μη συμφωνίας με τους εταίρους-δανειστές στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής. Το σχέδιο αυτό θα αναλάμβανε να ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις στην Οικονομία αν, στην περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις, αμέσως μετά οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν εντελώς αποκλεισμένες από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα (ΕΚΤ) και οι πολίτες πρακτικά χωρίς καμία πρόσβαση στις καταθέσεις τους σε ευρώ.
Το συγκεκριμένο θέμα έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις, κυρίως πολιτικές αλλά πλέον και δικαστικές, αφού ήδη έχουν κινηθεί διαδικασίες διερεύνησης τυχόν ποινικών ευθυνών των εμπλεκομένων προσώπων. Η ΕΠΕ εξακολουθεί να διατηρεί ουδέτερη στάση, όσο αφορά το πολιτικό και το ποινικό μέρος της υπόθεσης, και να εστιάζει αποκλειστικά και μόνο στα θέματα της αρμοδιότητάς της, δηλαδή σε επίπεδο καθαρά επιστημονικό και τεχνικό-τεχνολογικό. Δεδομένων των συνθηκών και της σοβαρότητας του θέματος, θεωρούμε ότι έχουμε την υποχρέωση, βάσει ιδρυτικής διακήρυξης και καταστατικού, αλλά κυρίως για τη σωστή πληροφόρηση των πολιτών σε τόσο κρίσιμα ζητήματα, να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο θέμα θέτοντας ορισμένα ερωτήματα τεχνικής φύσεως που χρήζουν απάντησης με τον πιο επίσημο, σαφή και άμεσο τρόπο. Συγκεκριμένα, υπάρχουν τέσσερα σημεία που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με ενδεχόμενες παραβιάσεις της πληροφοριακής υποδομής του TAXIS (ΓΓΠΣ, ΓΓΔΕ, ΚΕΠΥΟ) και που απαιτούν διευκρίνιση και διερεύνηση σε βάθος:
1) ΑΦΜ πολιτών: Σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρώην Υπουργού, μέρος του πιθανού σχεδίου έκτακτης ανάγκης («plan B») θα ήταν η ανάπτυξη ενός παράλληλου τραπεζικού-ανταλλακτικού συστήματος εναλλακτικού «εικονικού» νομίσματος («IOU») και το οποίο θα βασιζόταν στην υπάρχουσα υποδομή του TAXIS. Συγκεκριμένα, το ΑΦΜ φυσικών και νομικών προσώπων θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βασικό στοιχείο αναγνώρισης (πρωτεύον κλειδί – primary key) για τη δημιουργία «τραπεζικών» λογαριασμών όψεως ή αποθεματικών (reserve accounts), οι οποίοι σε τελική φάση θα συνοδεύονταν από αναγνωριστικό κωδικό (PIN) για την ασφάλεια της πρόσβασης σε αυτούς από τον εκάστοτε δικαιούχο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
-
Πουθενά δεν αναφέρεται παραβίαση ή υποκλοπή ΑΦΜ ή κωδικών για την απόκτηση πρόσβασηςσε αυτούς. Το ΑΦΜ κάθε φυσικού ή νομικούπροσώπου αποτελεί μεν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα (φορολογικό στοιχείο), όμως είναι δημόσια διαθέσιμο υποχρεωτικά σε εμπορικές και φορολογικές συναλλαγές για λόγους επικύρωσης.
-
Από μόνο του το ΑΦΜ δεν αποκαλύπτει περισσότερα προσωπικά δεδομένα τουκατόχου, παρά μόνο αν συνδυαστεί με αντίστοιχη φορολογική Βάση Δεδομένων(ΒΔ), η οποία αποτελεί μέρος του συστήματος του TAXIS και φυσικά δεν είναι δημόσιαπροσβάσιμη.
-
Υπάρχουνδημόσια προσβάσιμες ηλεκτρονικέςυπηρεσίες του TAXIS που επιτρέπουν τοναπλό έλεγχο εγκυρότητας ενός ΑΦΜ καιπου, υπό κάποιες συνθήκες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μαζική καταγραφή έγκυρων ΑΦΜ1,χωρίς όμως κατ’ ανάγκη διαρροήπερισσότερων φορολογικών στοιχείωνπου να σχετίζονται με αυτά.
-
Επομένως, στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν φαίνεται να προκύπτει ουσιώδεςνομικό ή άλλο ζήτημα «υποκλοπής» ΑΦΜ, ούτε κατάχρησης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών επικύρωσης ΑΦΜ μέσω δικτύου με σκοπό τη σκόπιμη μη-διαθεσιμότητάτους (network attack: Distributed Denial ofService – DDoS), παρά μόνο ζήτημα διερεύνησηςαν μέσω αυτών των όποιων «δοκιμαστικών» ΑΦΜ υπήρξε στην πράξη πρόσβαση από μη εξουσιοδοτημένα άτομα σε πρόσθετα φορολογικά στοιχεία φυσικών ή νομικών προσώπων.
2) Αντιγραφή κώδικα: Σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρώην Υπουργού, στα πλαίσια της πιλοτικής σχεδίασης του πιθανού σχεδίου έκτακτης ανάγκης («plan B») θα έπρεπε να αναπτυχθεί κατάλληλο λογισμικό που να αναζητά και να επεξεργάζεται δεδομένα από τις ΒΔ του TAXIS, όπως ακριβώς συμβαίνει με το λογισμικό των φορολογικών εφαρμογών που σήμερα είναι σε χρήση. Για την ανάπτυξη, όμως, τέτοιου λογισμικού απαιτείται χρόνος λεπτομερούς προετοιμασίας, εξειδικευμένη τεχνογνωσία, απασχόληση προσωπικού για σημαντικό χρονικό διάστημα, καθώς και πλήρη πρόσβαση στις προδιαγραφές των αντίστοιχων πρωτοκόλλων επικοινωνίας, ταυτοποίησης, πιστοποίησης δικαιωμάτων και πρόσβασης στις ΒΔ, κτλ. Αντί αυτού, όπως φαίνεται αποφασίστηκε η διαχείριση να γίνει από μία πολύ μικρή ομάδα πέντε ατόμων και να χρησιμοποιηθούν ως έτοιμα πρότυπα κάποια αντίγραφα πηγαίου κώδικα (code templates) από τις εφαρμογές που ήδη λειτουργούν στο TAXIS. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
-
Οπηγαίος κώδικας, οι εκτελέσιμες εφαρμογές, τα ερωτήματα ΒΔ (SQLqueries), καθώςκαι οι ίδιες οι ΒΔ με τα δεδομένα που περιέχουν, αποτελούν τυπικά και ουσιαστικά «ιδιοκτησία» των αρμόδιωνκρατικών φορέων (ΓΓΠΣ, ΓΓΔΕ, ΚΕΠΥΟ). Κατά συνέπεια, η αντιγραφή πηγαίου κώδικαθα πρέπει να θεωρηθεί τυπικά σύννομηκαι επιτρεπτή επεξεργασία, εφόσον φυσικά αφορά σε εξουσιοδοτημένη υπηρεσιακή χρήση.
-
Παρόλα αυτά, η μεταφορά πηγαίου κώδικα εφαρμογών ή οποιωνδήποτε δεδομένων του TAXIS θα πρέπει πάντοτε να είναι σύμφωνη με τους θεσμοθετημένους κανονισμούς και τις αντίστοιχες Πολιτικές Ασφάλειας (Security Policy) του εκάστοτε φορέα.
-
Με βάση τα παραπάνω, αναδεικνύεταιγια άλλη μια φορά η επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης συγκεκριμένων ανοικτών προτύπων (open standards), ειδικά σε ότι αφορά την ανάπτυξηλογισμικού και τη διάθεση πηγαίου κώδικα σε ανοικτή μορφή, σε αντίθεσημε ό,τι ισχύει σήμερα. Η υιοθέτησηπροτύπων ανοικτού κώδικα θα επέτρεπεαφ' ενός την ανάπτυξη λογισμικού πουθα ήταν διασφαλισμένο από διαρροή ευαίσθητων στοιχείων (π.χ. κωδικώνπρόσβασης) από τον πηγαίο κώδικα καιαφ' ετέρου θα επέτρεπε την επισκόπησή του από οποιονδήποτε, χωρίς να υπάρχειανάγκη παραβίασης καμίας διοικητικήςδιαδικασίας και κανενός μηχανισμούασφαλείας.
-
Συνεπώς,στη συγκεκριμένη υπόθεση η πρόθεσηαντιγραφής πηγαίου κώδικα από ενεργές εφαρμογές του TAXIS με τον τρόπο που περιγράφεται υπάρχει κάποιο (πιθανότατα ασθενές) έρισμα γιαπεραιτέρω διερεύνηση σε νομικό επίπεδο. Επιπλέον, σύμφωνα με τα λεγόμενα τουπρώην Υπουργού η ενέργεια αυτή δενπραγματοποιήθηκε ποτέ. Όμως, το σημαντικότερο ζήτημα είναι η περιγραφήτης πρόθεσης και η αναμενόμενη ευκολίαπραγματοποίησης της ενέργειας αυτής,σε σχέση με το γενικότερο θέμα τηςσημασίας της ασφάλειας των πληροφοριακώνσυστημάτων των πιο κρίσιμων κρατικών υποδομών. Η ΕΠΕ θεωρεί ότι η οποιαδήποτε επεξεργασία στοιχείων θαπρέπει να γίνεται από το αρμόδιο καιειδικά εξουσιοδοτημένο στελεχιακό δυναμικό, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο,και με ιδιαίτερη έμφαση στην ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων και τωνσημαντικών δημόσιων υποδομών κρίσιμης σημασίας. Από την περιγραφή γίνεται φανερό ότι η αντιμετώπιση του θέματος είναι εξόχως επιφανειακή, μη επαγγελματικήκαι τεχνικώς επικίνδυνη (πιθανή διαρροή μη πιστοποιημένου πηγαίου κώδικα εφαρμογών του TAXIS).
3) Επέκταση ομάδας εργασίας: Σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρώην Υπουργού, υπήρξε σκέψη σχετικά με το πως η ανάπτυξη του πιλοτικού σχεδίου θα εξελισσόταν, από απλή μελέτη εφικτότητας μιας πολύ μικρής ομάδας κλίμακας πέντε ατόμων σε ρεαλιστικό επιχειρησιακό πλάνο έκτακτης ανάγκης κλίμακας 1.000 ατόμων (scale-up). Η επισήμανση έγινε κυρίως σε σχέση με τη δυσκολία διατήρησης της μυστικότητας του όλου εγχειρήματος, όμως αξίζει να σημειωθούν ορισμένα τεχνικά ζητήματα:
-
-
Η ανάπτυξη ενός πραγματικού επιχειρησιακούπλάνου βάσει μιας απλής μελέτης εφικτότητας όπως περιγράφεται, δηλαδή για λογισμικό επιπέδου αξιοπιστίαςκαι απόδοσης συγκρίσιμο με αυτό των εφαρμογών που λειτουργούν σήμερα στοTAXIS, απαιτούνμεγάλη προετοιμασία, σχεδίαση και χρονοπρογραμματισμό επιμέρους ομάδωνεργασίας, εκτενές διάστημα δοκιμαστικής χρήσης (testing / beta versions), μετάπτωση των ΒΔ(migration) και διαρκής υποστήριξη ειδικά στις πρώτες φάσης της λειτουργίας του, αν και εφόσονετίθεντο ποτέ σε πραγματική επιχειρησιακή λειτουργία.
-
Βάσει των παραπάνω, η περιγραφή του πρώην Υπουργού φανερώνει ότι είτε (α) δεν υπήρξε ποτέ ολοκληρωμένη σχεδίαση,ίσως ούτε καν επίσημη έγκριση για αυτό, ενός πραγματικού επιχειρησιακού πλάνουέκτακτης ανάγκης, είτε (β) υπήρξε έγκριση και σχεδίαση ενός τέτοιου πλάνου, όμωςσε τεχνικό επίπεδο είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τεθεί σεεπιχειρησιακή χρήση με επιτυχία και κατά συνέπεια απορρίφθηκε.
-
Στη συγκεριμένη επιμέρους αναφορά δεν τίθεται ζήτημα διερεύνησης ευθυνών ήπιθανών παραβιάσεων ασφάλειας, όμως καταδεικνύεται ο κίνδυνος καταστρατήγησης των διεθνών προτύπων για τη διασφάλισηποιότητας λογισμικού (Software Quality Assurance – SQA), η οποία σε τόσοκρίσιμα συστήματα αποτελεί πάντοτεύψιστη απαίτηση και υποχρέωση.Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, ακόμα κιαν το προτεινόμενο πλάνο είχε την επίσημη κυβερνητική έγκριση ως επίσημηεναλλακτική λύση, ακόμα κι αν η σχεδίασήτου είχε ολοκληρωθεί και το νέο σύστημα κατέληγε τελικά έτοιμο προς χρήση,εντούτοις λόγω των προβληματικώντεχνικών προδιαγραφών και του τρόπουανάπτυξής του, είναι ουσιαστικά βέβαιοότι η ενεργοποίησή του σύμφωνα με τις περιγραφές του πρώην Υπουργού θαοδηγούσε σε σοβαρά προβλήματα (αξιοπιστίας, διαθεσιμότητας, ασφάλειας,κτλ) ή ακόμα και σε πλήρη αποτυχία. Ανεξαρτήτως προθέσεων ή εμπειρίας των εμπλεκομένων ατόμων, η ανάπτυξη λογισμικού αυτής της κλίμακας και αυτής της κρισιμότητας αποτελεί πάντα ένα εξαιρετικά απαιτητικό και τεχνικώςδύσκολο εγχείρημα, το οποίο απαιτεί την εφαρμογή συγκεκριμένων διαδικασιών, διεθνών προτύπων και αναλυτικού χρονοπρογραμματισμού, στα πλαίσια του επιστημονικού τομέα της Τεχνολογίας / Μηχανικής Λογισμικού (Software Engineering).
-
4) ΓΓΔΕ «υπό τον έλεγχο ξένων»: Ανάμεσα στα λεγόμενα του πρώην Υπουργού, αναφέρεται με σαφήνεια ότι η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, η οποία είναι υπεύθυνη για την επίβλεψη και λειτουργία του κύριου όγκου του λογισμικού των φορολογικών εφαρμογών του TAXIS (η ΓΓΠΣ είναι αρμόδια κυρίως για τις υλικές υποδομές – data centers), σήμερα βρίσκεται υπό τον έλεγχο ξένων φορέων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
-
-
Βάσει του καταστατικού λειτουργίας της καιτου σχετικού νόμου ιδρύσεώς της (Ν.4093/2013), η ΓΓΔΕ αποτελεί πλέον ανεξάρτητη Aρχή. Συνεπώς, η λειτουργία της διέπεται από τις σχετικές προβλέψειςτου υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και έχει κάποια σχετική ανεξαρτησία, καθώςδεν υπόκειται σε άμεσο διοικητικό έλεγχο από τις προϊστάμενες αρχές ωςπρος την εσωτερική της λειτουργία,πέρα φυσικά από κάποιες βασικές διοικητικές πράξεις που σχετίζονται π.χ. με τον διορισμό του/της γ.γ. ωςεπικεφαλής (πράξη Υπουργικού Συμβουλίου).
-
Το λογισμικό που βρίσκεται υπό την εποπτείατης ΓΓΔΕ είναι από τη φύση του «κρίσιμο»(safety-critical), λόγω της υποδομής με την οποία διασυνδέεταικαι λόγω του όγκου των δεδομένωνπροσωπικού χαρακτήρα στον οποίο έχειπρόσβαση. Οποιαδήποτε παραβίαση ή μηεξουσιοδοτημένη χρήση μπορεί να οδηγήσει εν δυνάμει σε μαζική διαρροή ευαίσθητων δεδομένων με εξαιρετικάυψηλό κόστος σε ατομικό και εθνικόεπίπεδο.
-
Υπάρχειτεράστια διαφορά μεταξύ ενός ανεξάρτητουφορέα που είναι (βάσει νόμου) εκτός του άμεσου δημόσιου ελέγχου και ενός φορέαπου βρίσκεται «υπότον έλεγχο ξένων»,ειδικά όταν πρόκειται για τόσο κρίσιμες εθνικές υποδομές.
-
Επομένως,η συγκεριμένη αιτίαση του πρώην Υπουργούθα πρέπει να διερευνηθεί άμεσα και σε βάθος, ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματιυπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την ανεξαρτησία της ΓΓΔΕ, σε διοικητικόκαι λειτουργικό επίπεδο. Μάλιστα, ηδιερεύνηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει και πολύ συγκεκριμένους ελέγχους σε τεχνικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα αν/πώς τηρούνταιη αντίστοιχη Πολιτική Ασφάλειας (SecurityPolicy), οινομικά υποχρεωτικές απαιτήσεις τωνΑΠΔΠΧ και ΑΔΑΕ σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικών δεδομένωνκαι του απορρήτου των επικοινωνιώναντίστοιχα, καθώς και λεπτομερήςέλεγχος των ατόμων που είναι νομικά και ουσιαστικά υπεύθυνοι για τη σωστή τήρηση των παραπάνω.
-
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη για τα (1) και (2) ο γ.γ. της ΓΓΠΣ κ. Χατζηθεοδώρου έχει προβεί σε επίσημη ανακοίνωση, διαψεύδοντας την πραγματοποίηση οποιωνδήποτε παρόμοιων ενεργειών και επιβεβαιώνοντας την επάρκεια των πρωτοκόλλων ασφαλείας του οργανισμού, ενώ για το (4) η γ.γ. της ΓΓΔΕ κα. Σαββαΐδου έχει δώσει εντολή ένορκης διοικητικής εξέτασης για τη διακρίβωση αν και κατά πόσο τέτοιες ενέργειες έχουν πραγματοποιηθεί και ποια πρόσωπα εμπλέκονται. Επίσης η Εισαγγελεία του Αρείου Πάγου έχει ήδη ξεκινήσει διαδικασίες διερεύνησης πιθανών ποινικών ευθυνών του πρώην Υπουργού και όποιων άλλων εμπλέκονται στην υπόθεση, σε σχέση με το αν οι ενέργειες που περιγράφουν όντως στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθούν δύο σχετικές υποθέσεις, για τις οποίες η ΕΠΕ έχει πραγματοποιήσει εγκαίρως παρεμβάσεις.
Η πρώτη υπόθεση αφορά στην τελεσίδικη καταδίκη της ΓΓΠΣ από την ΑΠΔΠΧ2, με το ανώτατο προβλεπόμενο χρηματικό πρόστιμο και με απόρριψη του αιτήματος έφεσης (αλλά χωρίς κατηγορίες εναντίον συγκεκριμένων προσώπων), για τη μαζική διαρροή φορολογικών στοιχείων τουλάχιστον 9 εκατ. πολιτών από το σύστημα του TAXIS τουλάχιστον μέχρι και το 2012. Μάλιστα, σύμφωνα με την επίσημη απόφαση της ΑΠΔΠΧ, η διαρροή αφορά παραβιάσεις που φθάνουν ως και 12 χρόνια πριν (2000), ενώ μέχρι και τον Ιούλιο του 2013 διαπιστώνει πως η ΓΓΠΣ εξακολουθούσε να μη διαθέτει τις απαραίτητες και βάσει νόμου υποχρεωτικές διαδικασίες για την ασφάλεια των συστημάτων της, συμπεριλαμβανομένης και μιας ολοκληρωμένης και πρακτικά εφαρμοσμένης Πολιτικής Ασφάλειας (Security Policy). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται πως η έλλειψη αυτών των μηχανισμών κατέστησε ουσιαστικά αδύνατο τον εντοπισμό συγκεκριμένων ατόμων που προέβησαν στις παράνομες αυτές ενέργειες. Χαρακτηριστικά, αναφέραται ότι στα συστήματα της ΓΓΠΣ δεν υπήρχε κανένας έλεγχος, ούτε καταγραφή της πρόσβασης στις εκτυπώσεις, στην απομακρυσμένη σύνδεση (μέσω εξωτερικού δικτύου), στη χρήση φορητών αποθηκευτικών μέσων (USB sticks, disks), κ.ο.κ. Βάσει της απόφασης, η ΓΓΠΣ ήταν υποχρεωμένη να συμμορφωθεί και να εκπονήσει λεπτομερές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης όλων των απαραίτητων ενεργειών, με τακτικούς τριμηνιαίους ελέγχους για την τήρησή του. Για την υπόθεση αυτή η ΕΠΕ είχε καταθέσει επίσημη καταγγελία στην ΑΠΔΠΧ3.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά σε δημόσια παρέμβαση της ΕΠΕ4 σχετικά με το ζήτημα της ύπαρξης και εφαρμογής Πολιτικής Ασφάλειας (Security Policy) σε δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς. Η παρέμβαση είχε πραγματοποιηθεί το Οκτώβριο του 2011 και αποτέλεσε αφορμή για σχετική ερώτηση στη Βουλή5 στα πλαίσια κοινοβουλευτικού ελέγχου, ενώ το θέμα αναδείχθηκε και από τα ΜΜΕ εκείνη την περίοδο. Το βασικό ερώτημα προς τις αρμόδιες αρχές ήταν κατά πόσο τα άτομα που συμμετείχαν στην τότε διαπραγμάτευση, των ελληνικών υπηρεσιών αλλά και των ξένων φορέων (η αρχική «τρόικα» και οι συνεργάτες τους), μπορούσαν τεχνικά να περιοριστούν και να ελεγχθούν σε ότι αφορά την πρόσβαση σε ευαίσθητα και απόρρητα δεδομένα εθνικής σημασίας, όπως για παράδειγμα η αποτίμηση της αξίας εθνικής περιουσίας ή τα ενεργειακά αποθέματα της χώρας. Από τις επίσημες απαντήσεις των συναρμόδιων υπουργείων η πιο ενδιαφέρουσα ήταν αυτή του υπουργείου Εσωτερικών6 (τότε Υπουργός: κ. Αν. Γιαννίτσης), όπου μεταξύ άλλων αναφερόταν επί λέξει:
«...Δεν διαθέτει ολοκληρωμένη πολιτική ασφάλειας με συγκεριμένες διαδικασίες που να ελέγχονται περιοδικά, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των δεδομένων και των ευαίσθητων χώρων...»
Η παραπάνω απάντηση αποτελεί ιστορικά ίσως την πρώτη επίσημη παραδοχή της παντελούς απουσίας εθνικής στρατηγικής και συγκεκριμένων πολιτικών σε σχέση με τη διασφάλιση της ασφάλειας κρίσιμων πολιτικών (μη στρατιωτικών) υποδομών της χώρας - την ίδια στιγμή που πρόσφατες μελέτες7 καταδεικνύουν ότι οι παγκόσμιες δαπάνες για την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων φθάνουν τα $77 δις με τάση αύξησης +8% ετησίως. Δυστυχώς η ΕΠΕ δεν είναι καθόλου περήφανη για αυτή της την «επιτυχία», καθώς μόλις ένα χρόνο μετά επιβεβαιώθηκε πλήρως με τον πιο τραγικό τρόπο, με την υπόθεση της μαζικής διαρροής δεδομένων από το TAXIS και την καταδίκη της ΓΓΠΣ.
Με αφορμή τη σημερινή υπόθεση ψηφιακών παραβιάσεων, κτλ, η ΕΠΕ ζητά επιτακτικά:
(α) από τους συναρμόδιους φορείς του Δημοσίου να επιδείξουν την πρέπουσα προσοχή και επαγγελματισμό στη διασφάλιση των κρίσιμων πληροφοριακών υποδομών της χώρας,
(β) από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές να προβούν στην πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης και τη διαλεύκανση όλων των λεπτομερειών,
(γ) από τις επίσημες κρατικές αρχές την έγκαιρη και σωστή ενημέρωση του κοινού, επισημαίνοντας τις πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα,
(δ) από τα ΜΜΕ να επιδείξουν την απαραίτητη σοβαρότητα και τη δημοσιογραφική εγκυρότητα, αποφεύγοντας τα αυθαίρετα συμπεράσματα και το σχολιασμό χωρίς προηγουμένως να υπάρχει επαρκής διερεύνηση/τεκμηρίωση.
Η ΕΠΕ συνεχίζει να παρακολουθεί την εξέλιξη της συγκεκριμένης υπόθεσης και παραμένει όπως πάντα στη διάθεση κάθε φορέα για την συμβολή της με την επιστημονική κατάρτιση και την τεχνογνωσία που μπορεί να προσφέρει.
Το Διοικητικό Συμβούλιο
της Ένωσης Πληροφορικών Ελλάδας
1V. Prevelakis, Z. Tzermias, S. Ioannidis, “Privacy Risks fromPublic Data Sources”, 29th International Federation for Information Processing (2014) - is.gd/obfa14
2 ΑΠΔΠΧ απόφαση 98/2013: Γ/ΕΞ/5276, 9-8-2013
3 ΑΠΔΠΧ αίτηση: Γ/ΕΙΣ/1597, 4-3-2013 (αρ. υπόθεσης: 057744_0101_04_13)
4 ΕΠΕ (13-10-2011): is.gd/zBbBD7
5 Αρ. πρωτ.: 372/21-10-2011
6 Υπουργείο Εσωτερικών: αρ. πρωτ. 3442/15-11-2011
7 Gartner/ ESET, «MarketShare: All Software Markets, Worldwide, 2014» -http://is.gd/gZ7us5